χρωματοποιός

χρωματοποιός
ο
1) рабочий фабрики красок; 2) хозяин фабрики красок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρωματοποιός" в других словарях:

  • χρωματοποιός — ο, Ν χρωματουργός, παρασκευαστής χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • χρωματοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωματοποιείο — το, Ν χρωματουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • χρωματουργός — ο χρωματοποιός, αυτός που κατασκευάζει χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»